- κλεισοσπίτης
- ο1. εκείνος που πεθαίνει και δεν αφήνει απογόνους2. φρ. ειρων. «κλεισοσπίτης ο μακαρίτης» — για γέροντα που πέθανε και άφησε πολλούς απογόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. έκλεισε το σπίτι (του)].
Dictionary of Greek. 2013.